λήθαργος

λήθαργος
λήθαργος
Grammatical information: m., f., also pl.
Meaning: `lethargy, lethargic fever' (Hp., Arist., Chrysipp. Stoic.), also as adj. `forgetful' (Men., AP ).
Derivatives: ληθαργ-ικός `affected by lethargy, lethargic' (medic., AP), -ώδης `id.' (Dsc., Gal.), -ία `lethargy' (Kom. Adesp.), -έω `be forgaful' (pap., inscr.). Unclear ἀλήθαργος POxy. 1381, 100 (liter. text IIp).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. as prop. adjective (scil. νόσος, πυρετός). Analysed as λήθ-αργος, which would have meant "through forgetfulness inactive or slow", "was für die Krankheit nicht ganz einleuchtet" (Frisk). An original *λήθ-αλγος "suffering of forgetfulness' or "making forget the suffering' is also not immediately clear. - Cf. λαίθαργος, which shows that the word is Pre-Greek; so the considerations are useless.
Page in Frisk: 2,115

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λήθαργος — biting secretly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… …   Dictionary of Greek

  • λήθαργος — ο βαθύς και συνεχής ύπνος, νάρκη: Νύσταζε τόσο που μόλις ξάπλωσε έπεσε σε λήθαργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερινοποίηση ή καλοκαιρινός λήθαργος — Είδος νάρκης στην οποία καταφεύγουν το καλοκαίρι πολλοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί για να αντιμετωπίσουν την ξηρασία, την απώλεια υγρασίας και τη μειωμένη παρουσία τροφής. Κατά τη διάρκειά της ο ρυθμός αύξησης του οργανισμού μειώνεται αισθητά… …   Dictionary of Greek

  • λήθαργον — λήθαργος biting secretly masc/fem acc sg λήθαργος biting secretly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργοις — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργου — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργους — λήθαργος biting secretly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργων — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληθάργῳ — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθαργε — λήθαργος biting secretly masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”